Βιώσιμες καλλιεργητικές πρακτικές για το βαμβάκι

Για να παραχθούν 430 κιλά βαμβάκι εκλύονται στην ατμόσφαιρα περίπου 200 κιλά ισοδυνάμων CO2.

Η εφαρμογή βιώσιμων καλλιεργητικών πρακτικών που εξοικονομούν πόρους, περιορίζουν τις επιπτώσεις στο περιβάλλον και την ατμόσφαιρα και βελτιώνουν το γεωργικό εισόδημα αποτελούν μονόδρομο για την γεωργία. Σε μια πρόσφατη μελέτη, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας σε συνεργασία με την BASF απέδειξαν ότι το βαμβάκι στην Ελλάδα μπορεί να καλλιεργηθεί με εναλλακτικές, βιώσιμες πρακτικές, οι οποίες χρησιμοποιούν 15% λιγότερη ενέργεια, μειώνουν τις άμεσες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα κατά 18% και ταυτόχρονα, προσφέρουν τη δυνατότητα αποθήκευσης στο έδαφος μέχρι και 80 κιλά άνθρακα το στρέμμα κάθε έτος. Τα παραπάνω επιτρέπουν την υπερκάλυψη των συνθηκών της Ε.Ε. η οποία απαιτεί τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τη γεωργία κατά 30% μέχρι και το 2030 και επιπλέον, αφήνουν ένα σημαντικό περιθώριο για βελτίωση του γεωργικού εισοδήματος τόσο μέσα από τη μείωση του κόστους παραγωγής, όσο και από την πώληση πιστώσεων άνθρακα (carbon credits).

Εκπομπές άνθρακα στη παραγωγή του βαμβακιού

Για να παραχθούν 430 κιλά βαμβάκι εκλύονται στην ατμόσφαιρα περίπου 200 κιλά ισοδυνάμων CO2.

Η μελέτη έγινε το 2020 σε δύο πιλοτικούς αγρούς στο Ριζόμυλο Μαγνησίας από τo Εργαστήριο Γεωργικής Μηχανολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Μέσα από τη μελέτη υπολογίστηκε ότι για να παραχθεί ένα κιλό βαμβάκι χρειάστηκαν περίπου 2.66KWh ενέργειας (υπό μορφή καυσίμων, εφοδίων και υλικών) η οποία ισοδυναμεί με 0.44kg ισοδύναμων CO2. Με τον όρο ισοδύναμα CO2 εννοούμε τις εκπομπές όλων των αερίων του θερμοκηπίου εκφρασμένες ως ισοδύναμες τιμές διοξειδίου του άνθρακα για απλούστευση. Για μία τυπική παραγωγή της καλλιέργειας της τάξης των 430 κιλών το στρέμμα εκλύονται στην ατμόσφαιρα περίπου 200 κιλά ισοδυνάμων CO2. Οι εκπομπές αυτές μπορούν να μειωθούν δραστικά εάν χρησιμοποιήσουμε καλλιεργητικές τεχνικές οι οποίες χρησιμοποιούν λιγότερη ενέργεια.

Σε ό,τι αφορά τις πηγές εισροών ενέργειας στην παραγωγή του βαμβακιού, το 37% των συνολικών εισροών οφείλονταν στην άρδευση. Δεύτερη σε μέγεθος και σπουδαιότητα ήταν η κατανάλωση ενέργειας μέσω των λιπασμάτων (29%). Οι επόμενοι δύο σημαντικότεροι τομείς ήταν η φυτοπροστασία και η προετοιμασία του εδάφους (περίπου 15% των συνολικών εισροών έκαστος). Το υπόλοιπο 5% των εισροών ενέργειας αφορά τη σπορά και τη συγκομιδή. Εάν για όλες τις παραπάνω εισροές ενέργειας, υπολογίσουμε τις αντίστοιχες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και τις εκφράσουμε ως ισοδύναμα CO2, μπορούμε να εκτιμήσουμε το «αποτύπωμα άνθρακα» της καλλιέργειας. Υπό αυτό το πρίσμα, η άρδευση ευθύνεται για το 53% των εκπομπών και ακολουθεί η κατεργασία του εδάφους με ποσοστό 24% και η λίπανση με 12%.

Γεωργία διατήρησης – μια βιώσιμη εναλλακτική πρακτική

Η βιώσιμη καλλιεργητική πρακτική που προτάθηκε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας περιελάμβανε την εφαρμογή μηδενικής κατεργασίας του εδάφους σε συνδυασμό με αμειψισπορά με ψυχανθές. Βρέθηκε ένας πιλοτικός αγρός ενός παραγωγού στον οποίο υπήρχε τετραετής καλλιέργεια μηδικής η οποία τερματίστηκε με εφαρμογή καθολικού ζιζανιοκτόνου και χωρίς να γίνει καμία άλλη επέμβαση στο έδαφος, σπάρθηκε βαμβάκι με την ειδική μηχανή για απευθείας σπορά. Η αμειψισπορά και η ελάχιστη διατάραξη του εδάφους αποτελούν δύο από τους τρεις βασικούς πυλώνες που προτάσσει το σύστημα της Γεωργίας Διατήρησης (Conservation Agriculture) για την εξασφάλιση της αειφορίας της γεωργικής παραγωγής. Ο τρίτος πυλώνας είναι η μόνιμη κάλυψη της επιφάνειας του εδάφους με νεκρή φυτική ύλη ή ενεργή βλάστηση. Ως μάρτυρας για την αξιολόγηση των νέων πρακτικών χρησιμοποιήθηκε ένας γειτονικός πιλοτικός αγρός με βαμβάκι της ίδιας ποικιλίας ο οποίος καλλιεργήθηκε με τις παραδοσιακές πρακτικές του παραγωγού (όργωμα, καλλιεργητής, σβωλοκόπος) και που είχε ως προηγούμενη καλλιέργεια βαμβάκι (στο 1/3) και σιτάρι στο υπόλοιπο.

Ένα από τα πρώτα άμεσα οφέλη της πρακτικής που ακολουθήθηκε ήταν η εξοικονόμηση ενέργειας από την απουσία των κατεργασιών του εδάφους. Ένα δεύτερο, η εξοικονόμηση αζωτούχων λιπασμάτων εξαιτίας της αμειψισποράς με ψυχανθές. Υπολογίζεται ότι οι εκπομπές σε ισοδύναμα CO2 μειώνονται κατά σχεδόν 58kg ανά στρέμμα δηλαδή 25%, μία σημαντική μείωση, η οποία όμως δεν επαρκεί για την επίτευξη του στόχου του 30% που θέτει η Ε.Ε. Λαμβάνοντας υπόψη και την προοπτική της ενσωμάτωσης άνθρακα στο έδαφος μέσω της αύξησης της οργανικής ύλης, τα οφέλη σε όρους εκπομπών CO2 παίρνουν άλλη διάσταση. Μελέτες έχουν αποδείξει ότι για την Ελλάδα, η πρακτική της γεωργίας διατήρησης μπορεί να συμβάλει στην ενσωμάτωση περίπου 300 κιλών ισοδυνάμων CO2 στο στρέμμα ετησίως. Εάν από αυτά, αφαιρέσουμε 11 κιλά που υπολείπονται για την εκπλήρωση του όρου του 30% της Ε.Ε., απομένουν άλλα 289 κιλά για χρήση στο εμπόριο πιστώσεων άνθρακα. Το τελευταίο έτος, η τιμή ισοδύναμων CO2 στη διεθνή αγορά κυμαίνονταν στα 20€ έως και 50€ τον τόνο. Με την τιμή των 20€ τον τόνο, για τα 289 κιλά διαφαίνεται μια προοπτική για ένα επιπλέον εισόδημα για τον παραγωγό της τάξης των 5,8€ το στρέμμα.

Η καλλιεργητική πρακτική της γεωργίας διατήρησης εκλύει 58kg το στρέμμα λιγότερο CO2 και δίνει τη δυνατότητα αποθήκευσης 300 κιλών στο έδαφος.

Εικόνα 3. Μείωση των εκπομπών άνθρακα και προοπτικές εμπορίας πιστώσεων άνθρακα με τη βιώσιμη μέθοδο.

Κόστος βαμβακοκαλλιέργειας

Κάνοντας μια συνολική αποτίμηση των οικονομικών ωφελειών της γεωργίας διατήρησης θα διαπιστώσουμε ότι, εκτός από την εμπορία των εκπομπών CO2, υπάρχουν οφέλη και σε άλλους τομείς. Η εξοικονόμηση καυσίμου και εργασίας, οι αποσβέσεις του μηχανολογικού εξοπλισμού και η μείωση της χρήσης των λιπασμάτων είναι οι κυριότεροι από αυτούς. Στην οικονομική ανάλυση του Πανεπιστημίου αποτιμήθηκαν τόσο οι ετήσιες μεταβλητές δαπάνες (εργασία, εφόδια καύσιμα κλπ) όσο και οι σταθερές δαπάνες (αποσβέσεις μηχανημάτων, τοκοχρεωλύσια, εισφορές κλπ). Η δεύτερη κατηγορία είναι αυτή που συνήθως παραβλέπεται από τους παραγωγούς μιας και δεν αφορά έξοδα της ετήσιας καλλιεργητικής περιόδου, αλλά έξοδα που γίνονται σε ένα βάθος χρόνου με την μορφή πάγιων επενδύσεων. Οι δαπάνες αυτές είναι ιδιαίτερα σημαντικές και ουσιαστικά είναι αυτές που διακρίνουν μια οικονομικά βιώσιμη γεωργική εκμετάλλευση από μια μη βιώσιμη. Στη περίπτωση του αγρού μάρτυρα με τη παραδοσιακή τεχνική τα μεταβλητά έξοδα ήταν 162€ το στρέμμα και τα σταθερά 49€ το στρέμμα. Η δε απόδοση του βαμβακιού ήταν 436 κιλά το στρέμμα στην αμειψισπορά σιτάρι-βαμβάκι και 405 κιλά το στρέμμα στην αμειψισπορά βαμβάκι-βαμβάκι. Με τα 436 κιλά, απομένει ένα κέρδος 82€ το στρέμμα εάν προσμετρήσουμε μόνο τις μεταβλητές δαπάνες. Με τα 405 κιλά απομένουν 64€ το στρέμμα. Αυτά είναι τα κέρδη που εκλαμβάνει ο παραγωγός. Εάν όμως προσμετρήσουμε και τις σταθερές δαπάνες θα διαπιστώσουμε ότι το πραγματικό κέρδος είναι 33€ το στρέμμα για την υψηλή απόδοση και μόλις 15€ το στρέμμα για τη χαμηλή. Το κέρδος μάλιστα είναι πολύ εύκολο να εξανεμιστεί εάν η παραγωγή πέσει κάτω από τα 380 κιλά το στρέμμα καθιστώντας πλέον την καλλιέργεια μη βιώσιμη.

Το κέρδος για το παραγωγό εξανεμίζεται εάν η παραγωγή πέσει κάτω από τα 380 κιλά το στρέμμα καθιστώντας τη καλλιέργεια του βαμβακιού μη βιώσιμη.

Βιώσιμες πρακτικές για μείωση του κόστους παραγωγής

Ας δούμε τώρα τι πέτυχε το σύστημα της βιώσιμης καλλιέργειας. Πρώτον, με την απευθείας σπορά καταργείται το κόστος της προετοιμασίας του εδάφους που ήταν 18,6€ το στρέμμα. Υπήρξε όμως ένα επιπλέον κόστος 5,5€ το στρέμμα για την εφαρμογή καθολικού ζιζανιοκτόνου για τον τερματισμό της μηδικής και τον έλεγχο των ζιζανίων. Δεύτερον, μειώθηκε το κόστος των λιπασμάτων κατά 9,4€ το στρέμμα καθότι η μηδική εμπλουτίζει το έδαφος με άζωτο. Τρίτον, περιορίζονται τα σταθερά έξοδα κατά 12,4€ το στρέμμα καθότι στο σύστημα της γεωργίας διατήρησης δεν υφίστανται πλέον τα μηχανήματα κατεργασίας οι δε λοιπές εργασίες (σπορά, λίπανση, ψεκασμοί) μπορούν να εκτελεστούν με έναν μικρότερης ισχύος γεωργικό ελκυστήρα. Υπάρχει μόνον ένα επιπλέον κόστος της τάξης των 2€ το στρέμμα από την αγορά της ειδικής σπαρτικής για απ΄ευθείας σπορά. Συνολικά, με την βιώσιμη μέθοδο το κόστος παραγωγής μειώθηκε κατά 32,5€ το στρέμμα. Εάν προσθέσουμε και τα δυνητικά έσοδα (5,8€ το στρέμμα) από την εμπορία πιστώσεων άνθρακα, το όφελος ανέρχεται στα 38,3€ το στρέμμα. Με μια τιμή πώλησης για το σύσπορο 0,54€/kg, τα 38,3€ αντιστοιχούν σε 71kg βαμβάκι. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι μια απώλεια στην παραγωγή μέχρι και 71 κιλά δεν θα έχει κανένα αρνητικό οικονομικό αποτέλεσμα για τον παραγωγό.

Το κόστος παραγωγής με τη βιώσιμη μέθοδο μειώθηκε κατά 32,5€ το στρέμμα ενώ υπάρχει η προοπτική για επιπλέον 5,8€ το στρέμμα από την εμπορία πιστώσεων άνθρακα.

Εικόνα 4. Κόστος παραγωγής για τη βιώσιμη και παραδοσιακή τεχνική.

Για να παραχθούν 430 κιλά βαμβάκι εκλύονται στην ατμόσφαιρα περίπου 200 κιλά ισοδυνάμων CO2.

Γίνεται και καλύτερα

Το σύστημα βιώσιμης καλλιέργειας που μελετήθηκε στους πιλοτικούς αγρούς το 2020 βασίστηκε στην υιοθέτηση των τεχνικών της γεωργίας διατήρησης, αλλά υπάρχουν και άλλες πρακτικές που μπορούν να ενσωματωθούν και να αναβαθμίσουν περαιτέρω τη βιωσιμότητα του σχήματος. Για παράδειγμα, η εφαρμογή ενός ευφυούς συστήματος άρδευσης με αισθητήρες εδάφους και μετεωρολογικά δεδομένα θα μπορούσε να εξορθολογίσει τις δόσεις νερού ανάλογα με τα στάδια και τις απαιτήσεις της καλλιέργειας οδηγώντας σε σημαντική εξοικονόμηση νερού, ενέργειας και εκπομπών CO2. Από την άλλη μεριά, εάν ρίξουμε μια ματιά στο χάρτη της παραγωγής θα δούμε ότι στους δύο αγρούς και κυρίως στη βιώσιμη μέθοδο, υπήρχε μεγάλη ανομοιομορφία με περιοχές που πέτυχαν υψηλή παραγωγή, πάνω από 500 κιλά το στρέμμα και περιοχές με χαμηλή παραγωγή κάτω από 300 κιλά το στρέμμα.Εδώ λοιπόν θα μπορούσαν κάλλιστα να εφαρμοστούν οι πρακτικές της γεωργίας ακριβείας που εξοικονομούν εισροές (πχ λιπάσματα, φυτοφάρμακα).

Το σύστημα βιώσιμης καλλιέργειας προσφέρει επίσης οφέλη για το περιβάλλον που έχουν να κάνουν με την προστασία των εδαφών, την αύξηση της γονιμότητας, τη βελτίωση της βιοποικιλότητας, την μείωση της ρύπανσης με νιτρικά και υπολείμματα προϊόντων φυτοπροστασίας και πολλά άλλα που αποτελούν προτεραιότητες στην στρατηγική «από το χωράφι στο πιάτο» της Ε.Ε. και που είναι βέβαιο ότι θα προωθηθούν εμφατικά μέσα από τη νέα ΚΑΠ. Τα αποτελέσματα από την πρώτη χρονιά ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά και γι΄αυτό το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και η BASF δεσμεύτηκαν να συνεχίσουν τη συνεργασία τους με νέες πιλοτικές εφαρμογές το 2021 και 2022.

Στοιχεία επικοινωνίας:

  • Δρ. Χρήστος Καβαλάρης

ΕΔΙΠ

Τμήμα Γεωπονίας, Φυτικής Παραγωγής

& Αγροτικού Περιβάλλοντος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Τηλ +30-242-109-3244

Κιν. +30-694-769-1520

Email chkaval@uth.gr, Skype chkaval

Οδός Φυτόκου, 38446 Βόλος

  • Καραμούτης Χρήστος

ΕΤΕΠ, Τμήμα Γεωπονίας Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Τηλέφωνο: 24210 93244

Φαξ: 24210 93270

Κιν: 6974 072484

Email: chkaram@uth.gr

 BASF Ελλάς Μονοπρόσωπη Α.Β.Ε.Ε.

BASF Ελλάς Μονοπρόσωπη Α.Β.Ε.Ε.

Επάνω